Δείτε επίσης: ἀνεπτυγμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπτυγμένος η ανεπτυγμένη το ανεπτυγμένο
      γενική του ανεπτυγμένου της ανεπτυγμένης του ανεπτυγμένου
    αιτιατική τον ανεπτυγμένο την ανεπτυγμένη το ανεπτυγμένο
     κλητική ανεπτυγμένε ανεπτυγμένη ανεπτυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπτυγμένοι οι ανεπτυγμένες τα ανεπτυγμένα
      γενική των ανεπτυγμένων των ανεπτυγμένων των ανεπτυγμένων
    αιτιατική τους ανεπτυγμένους τις ανεπτυγμένες τα ανεπτυγμένα
     κλητική ανεπτυγμένοι ανεπτυγμένες ανεπτυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπτυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναπτύσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.ptiɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐πτυγ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ανεπτυγμένος, -η, -ο ή αναπτυγμένος

  1. που έχει ήδη αναπτυχθεί (όπως σε σωματική διάπλαση ή σε κάποιον τομέα)
  2. (για σχήμα) που είναι εκτεταμένο, απλωμένο
    ανεπτυγμένο τετράγωνο,ανεπτυγμένος κύβος
  3. που ως θέμα παρουσιάστηκε αναλυτικά και εμπεριστατωμένα χωρίς περιττά στοιχεία
    Το θέμα της έκθεσης ήταν ανεπτυγμένο πολύ σωστά
  4. που είναι αναλυμένος
    Κάθε αριθμός μπορεί να γραφεί σε ανεπτυγμένη μορφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία