Δείτε επίσης: ἀναπτυσσόμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπτυσσόμενος η αναπτυσσόμενη το αναπτυσσόμενο
      γενική του αναπτυσσόμενου της αναπτυσσόμενης του αναπτυσσόμενου
    αιτιατική τον αναπτυσσόμενο την αναπτυσσόμενη το αναπτυσσόμενο
     κλητική αναπτυσσόμενε αναπτυσσόμενη αναπτυσσόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπτυσσόμενοι οι αναπτυσσόμενες τα αναπτυσσόμενα
      γενική των αναπτυσσόμενων των αναπτυσσόμενων των αναπτυσσόμενων
    αιτιατική τους αναπτυσσόμενους τις αναπτυσσόμενες τα αναπτυσσόμενα
     κλητική αναπτυσσόμενοι αναπτυσσόμενες αναπτυσσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.ptiˈso.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐πτυσ‐σό‐με‐νος

αναπτυσσόμενος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα (αναπτύσσομαι) του ρήματος αναπτύσσω
    1. που αναπτύσσεται, αυξάνει σωματικά ή υλικά
      ⮡  αναπτυσσόμενα φυτά, αναπτυσσόμενος οργανισμός
    2. που αυξάνει δραστηριότητα, παραγωγικότητα, που βρίσκεται ακόμα σε φάση ανάπτυξης, συχνά σε αντιδαστολή προς τον ανεπτυγμένο που έχει πιο προοδευμένη βιομηχανία
      ⮡  ο αναπτυσσόμενος κόσμος, η αναπτυσσόμενη βιομηχανία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία