dropdown
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dropdown | dropdowns |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdropdown (en)
- (πληροφορική, GUI) πτυσσόμενο προς τα κάτω γραφικό στοιχείο (widget) το οποίο όταν ενεργοποιηθεί παρουσιάζει διαθέσιμες επιλογές