widget
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
widget | widgets |
widget (en)
- μαραφέτι
- (πληροφορική) υπολογιστική εφαρμογή, μικροεφαρμογή
- (πληροφορική, GUI) γραφικό στοιχείο
- ≈ συνώνυμα: graphical widget, graphical control element, control
- δείτε επίσης: graphical widget στην αγγλική Βικιπαίδεια
Σημειώσεις
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασία- graphical user interface (GUI)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- widget στην αγγλική Βικιπαίδεια