μικροεφαρμογή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροεφαρμογή < μικρο- + εφαρμογή (1.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική widget· 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική screenlet)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροεφαρμογή θηλυκό
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ειδική εφαρμογή υπολογιστικού συστήματος (κινητού, ταμπλέτας, υπολογιστή κ.λπ.), που δεν περιέχει -συνήθως- πολλές γραμμές κώδικα και εκτελεί -συνήθως- μία μικρή συγκεκριμένη εργασία
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ειδική εφαρμογή υπολογιστικού συστήματος (κινητού, ταμπλέτας, υπολογιστή κ.λπ.), που δεν περιέχει -συνήθως- πολλές γραμμές κώδικα, εκτελεί -συνήθως- μία μικρή συγκεκριμένη εργασία και -συνήθως- εκτελείται και εμφανίζεται στην επιφάνεια εργασίας