Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Επιφάνεια εργασίας με ανοιχτές διάφορες εφαρμογές.

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιφάνεια εργασίας < → δείτε τη λέξη  επιφάνεια και εργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

επιφάνεια εργασίας θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία