Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάπτυγμα τα αναπτύγματα
      γενική του αναπτύγματος των αναπτυγμάτων
    αιτιατική το ανάπτυγμα τα αναπτύγματα
     κλητική ανάπτυγμα αναπτύγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάπτυγμα < αναπτύσσω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάπτυγμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναπτύσσω
     αντώνυμα: δίπλωση, σύμπτυγμα, σύμπτυξη
  2. (σπάνιο) η ανάπτυξη
  3. (μαθηματικά) σειρά
  4. (στρατιωτικός όρος) η έκταση στην οποία αναπτύσσεται μια στρατιωτική μονάδα στο μέτωπο και ο σχηματισμός της

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία