σύμπτυξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμπτυξη | οι | συμπτύξεις |
γενική | της | σύμπτυξης* | των | συμπτύξεων |
αιτιατική | τη | σύμπτυξη | τις | συμπτύξεις |
κλητική | σύμπτυξη | συμπτύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπτύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμπτυξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμπτυξις < αρχαία ελληνικήσυμπτύσσω < σύν (συμ-) + πτύσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύμπτυξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμπτύσσω
- η μείωση του κενού χώρου ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα, ώστε να επιτευχθεί εξοικονόμηση χώρου
- (στρατιωτικός όρος) αντίστοιχη με την 1 διαδικασία, συνήθως όταν ελίσσεται ή υποχωρεί ο στρατός
- συντόμευση, χρονικός περιορισμός
- ενοποίηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύμπτυξη