πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμπτυξη οι συμπτύξεις
      γενική της σύμπτυξης* των συμπτύξεων
    αιτιατική τη σύμπτυξη τις συμπτύξεις
     κλητική σύμπτυξη συμπτύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπτύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία