συμπτύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπτύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπτύσσω (διπλώνω) < (σύν) συμ- + πτύσσω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική replier)[1]
Ρήμα
επεξεργασίασυμπτύσσω, αόρ.: σύμπτυξα/συνέπτυξα, παθ.φωνή: συμπτύσσομαι, π.αόρ.: συμπτύχθηκα, μτχ.π.π.: συνεπτυγμένος/συμπτυγμένος[2]
- μειώνω τον κενό χώρο ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα, ώστε να πετύχω εξοικονόμηση χώρου
- (στρατιωτικός όρος) αντίστοιχη με την παραπάνω διαδικασία, συνήθως όταν ελίσσεται ή υποχωρεί ο στρατός
- συντομεύω, περιορίζω χρονικά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συν και πτύσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπτύσσω | σύμπτυσσα | θα συμπτύσσω | να συμπτύσσω | συμπτύσσοντας | |
β' ενικ. | συμπτύσσεις | σύμπτυσσες | θα συμπτύσσεις | να συμπτύσσεις | σύμπτυσσε | |
γ' ενικ. | συμπτύσσει | σύμπτυσσε | θα συμπτύσσει | να συμπτύσσει | ||
α' πληθ. | συμπτύσσουμε | συμπτύσσαμε | θα συμπτύσσουμε | να συμπτύσσουμε | ||
β' πληθ. | συμπτύσσετε | συμπτύσσατε | θα συμπτύσσετε | να συμπτύσσετε | συμπτύσσετε | |
γ' πληθ. | συμπτύσσουν(ε) | σύμπτυσσαν συμπτύσσαν(ε) |
θα συμπτύσσουν(ε) | να συμπτύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σύμπτυξα | θα συμπτύξω | να συμπτύξω | συμπτύξει | ||
β' ενικ. | σύμπτυξες | θα συμπτύξεις | να συμπτύξεις | σύμπτυξε | ||
γ' ενικ. | σύμπτυξε | θα συμπτύξει | να συμπτύξει | |||
α' πληθ. | συμπτύξαμε | θα συμπτύξουμε | να συμπτύξουμε | |||
β' πληθ. | συμπτύξατε | θα συμπτύξετε | να συμπτύξετε | συμπτύξτε | ||
γ' πληθ. | σύμπτυξαν συμπτύξαν(ε) |
θα συμπτύξουν(ε) | να συμπτύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπτύξει | είχα συμπτύξει | θα έχω συμπτύξει | να έχω συμπτύξει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπτύξει | είχες συμπτύξει | θα έχεις συμπτύξει | να έχεις συμπτύξει | έχε συμπτυγμένο | |
γ' ενικ. | έχει συμπτύξει | είχε συμπτύξει | θα έχει συμπτύξει | να έχει συμπτύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπτύξει | είχαμε συμπτύξει | θα έχουμε συμπτύξει | να έχουμε συμπτύξει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπτύξει | είχατε συμπτύξει | θα έχετε συμπτύξει | να έχετε συμπτύξει | έχετε συμπτυγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συμπτύξει | είχαν συμπτύξει | θα έχουν συμπτύξει | να έχουν συμπτύξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συμπτυγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συμπτυγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συμπτυγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συμπτυγμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συμπτυγμένος - είμαστε, είστε, είναι συμπτυγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συμπτυγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συμπτυγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συμπτυγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συμπτυγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συμπτυγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συμπτυγμένοι |
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπτύσσω | συνέπτυσσα | θα συμπτύσσω | να συμπτύσσω | συμπτύσσοντας | |
β' ενικ. | συμπτύσσεις | συνέπτυσσες | θα συμπτύσσεις | να συμπτύσσεις | σύμπτυσσε | |
γ' ενικ. | συμπτύσσει | συνέπτυσσε | θα συμπτύσσει | να συμπτύσσει | ||
α' πληθ. | συμπτύσσουμε | συμπτύσσαμε | θα συμπτύσσουμε | να συμπτύσσουμε | ||
β' πληθ. | συμπτύσσετε | συμπτύσσατε | θα συμπτύσσετε | να συμπτύσσετε | συμπτύσσετε | |
γ' πληθ. | συμπτύσσουν(ε) | συνέπτυσσαν συμπτύσσαν(ε) |
θα συμπτύσσουν(ε) | να συμπτύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέπτυξα | θα συμπτύξω | να συμπτύξω | συμπτύξει | ||
β' ενικ. | συνέπτυξες | θα συμπτύξεις | να συμπτύξεις | σύμπτυξε | ||
γ' ενικ. | συνέπτυξε | θα συμπτύξει | να συμπτύξει | |||
α' πληθ. | συμπτύξαμε | θα συμπτύξουμε | να συμπτύξουμε | |||
β' πληθ. | συμπτύξατε | θα συμπτύξετε | να συμπτύξετε | συμπτύξτε | ||
γ' πληθ. | συνέπτυξαν συμπτύξαν(ε) |
θα συμπτύξουν(ε) | να συμπτύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπτύξει | είχα συμπτύξει | θα έχω συμπτύξει | να έχω συμπτύξει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπτύξει | είχες συμπτύξει | θα έχεις συμπτύξει | να έχεις συμπτύξει | έχε συμπτυγμένο | |
γ' ενικ. | έχει συμπτύξει | είχε συμπτύξει | θα έχει συμπτύξει | να έχει συμπτύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπτύξει | είχαμε συμπτύξει | θα έχουμε συμπτύξει | να έχουμε συμπτύξει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπτύξει | είχατε συμπτύξει | θα έχετε συμπτύξει | να έχετε συμπτύξει | έχετε συμπτυγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συμπτύξει | είχαν συμπτύξει | θα έχουν συμπτύξει | να έχουν συμπτύξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συμπτυγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συμπτυγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συμπτυγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συμπτυγμένο |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπτύσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμπτύσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).