Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπτύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπτύσσω (διπλώνω) < (σύν) συμ- + πτύσσω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική replier)[1]

συμπτύσσω, αόρ.: σύμπτυξα/συνέπτυξα, παθ.φωνή: συμπτύσσομαι, π.αόρ.: συμπτύχθηκα, μτχ.π.π.: συνεπτυγμένος/συμπτυγμένος[2]

  1. μειώνω τον κενό χώρο ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα, ώστε να πετύχω εξοικονόμηση χώρου
     συνώνυμα: πυκνώνω
  2. (στρατιωτικός όρος) αντίστοιχη με την παραπάνω διαδικασία, συνήθως όταν ελίσσεται ή υποχωρεί ο στρατός
     αντώνυμα: αναπτύσσω
  3. συντομεύω, περιορίζω χρονικά
     αντώνυμα: επεκτείνω, παρατείνω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν και πτύσσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμπτύσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).