Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

συμπτύσσομαι, π.αόρ.: συμπτύχθηκα, μτχ.π.π.: συνεπτυγμένος/συμπτυγμένος, (ενεργ.: συμπτύσσω)