συνεπτυγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεπτυγμένος < αρχαία ελληνική συνεπτυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπτύσσω < συν- + πτύσσω (διπλώνω)
Μετοχή
επεξεργασίασυνεπτυγμένος, -η, -ο
- (λόγιο) άλλη γραφή του συμπτυγμένος
- Συνεπτυγμένος σταυροειδής : Διαδεδομένος τύπος ναού στα μεσοβυζαντινά χρόνια
- Αναλυτικός ή συνεπτυγμένος πίνακας
- συνεπτυγμένη έκδοση βιβλίου
- λαμπτήρας συνεπτυγμένων διαστάσεων (compact)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεπτυγμένος
|