πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πύκνωση οι πυκνώσεις
      γενική της πύκνωσης* των πυκνώσεων
    αιτιατική την πύκνωση τις πυκνώσεις
     κλητική πύκνωση πυκνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυκνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύκνωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία