πύκνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πύκνωση | οι | πυκνώσεις |
γενική | της | πύκνωσης* | των | πυκνώσεων |
αιτιατική | την | πύκνωση | τις | πυκνώσεις |
κλητική | πύκνωση | πυκνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυκνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πύκνωση < αρχαία ελληνική πύκνωσις < πυκνόω < πυκνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπύκνωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πυκνώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πύκνωση
Πηγές
επεξεργασία- πύκνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πύκνωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πύκνωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)