πυκνώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπυκνώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυκνώνω
- θα πυκνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυκνώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπυκνώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πύκνωση