growth
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
growth (en)
- (μη μετρήσιμο) η αύξηση
- ↪ the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
- (μη μετρήσιμο) η (οικονομική) ανάπτυξη
- ↪ the growth of our economy - η ανάπτυξη της οικονομίας μας