Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

growth (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αύξηση
    the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
  2. (μη μετρήσιμο) η (οικονομική) ανάπτυξη
    the growth of our economy - η ανάπτυξη της οικονομίας μας

  Πηγές επεξεργασία