Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπανάπτυκτος η υπανάπτυκτη το υπανάπτυκτο
      γενική του υπανάπτυκτου της υπανάπτυκτης του υπανάπτυκτου
    αιτιατική τον υπανάπτυκτο την υπανάπτυκτη το υπανάπτυκτο
     κλητική υπανάπτυκτε υπανάπτυκτη υπανάπτυκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπανάπτυκτοι οι υπανάπτυκτες τα υπανάπτυκτα
      γενική των υπανάπτυκτων των υπανάπτυκτων των υπανάπτυκτων
    αιτιατική τους υπανάπτυκτους τις υπανάπτυκτες τα υπανάπτυκτα
     κλητική υπανάπτυκτοι υπανάπτυκτες υπανάπτυκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπανάπτυκτος < υπό + αναπτύσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.ktos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kto/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

υπανάπτυκτος, -η, -ο

  1. που έχει ελλιπή ανάπτυξη κι εξέλιξη
    υπανάπτυκτη βλάστηση / χώρα / περιοχή
  2. που έχει μειωμένη μόρφωση ή αγωγή

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία