υπανάπτυκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.ktos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kto/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
υπανάπτυκτος, -η, -ο
- που έχει ελλιπή ανάπτυξη κι εξέλιξη
- υπανάπτυκτη βλάστηση / χώρα / περιοχή
- που έχει μειωμένη μόρφωση ή αγωγή
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπανάπτυκτος