υπανάπτυκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπανάπτυκτος < υπο- + αναπτύσσω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική underdeveloped[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
υπανάπτυκτος, -η, -ο
- που έχει ελλιπή ανάπτυξη κι εξέλιξη
υπανάπτυκτη βλάστηση / χώρα / περιοχή
- (μεταφορικά) που έχει μειωμένη μόρφωση ή αγωγή, απολίτιστος
- (βιολογία) που δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς (για σωματικά όργανα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- υπανάπτυξη / υποανάπτυξη
- → δείτε τις λέξεις υπό και αναπτύσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπανάπτυκτος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ υπανάπτυκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υπανάπτυκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)