Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθηλωμέν
ος
η
καθηλωμέν
η
το
καθηλωμέν
ο
γενική
του
καθηλωμέν
ου
της
καθηλωμέν
ης
του
καθηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
καθηλωμέν
ο
την
καθηλωμέν
η
το
καθηλωμέν
ο
κλητική
καθηλωμέν
ε
καθηλωμέν
η
καθηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθηλωμέν
οι
οι
καθηλωμέν
ες
τα
καθηλωμέν
α
γενική
των
καθηλωμέν
ων
των
καθηλωμέν
ων
των
καθηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
καθηλωμέν
ους
τις
καθηλωμέν
ες
τα
καθηλωμέν
α
κλητική
καθηλωμέν
οι
καθηλωμέν
ες
καθηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθηλωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καθηλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
καθηλωμένος, -η, -ο
που έχει
καθηλωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
ακινητοποιημένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαθήλωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθηλωμένος
αγγλικά
:
bound
(en)
γαλλικά
:
cloué
(fr)
,
immobilisé
(fr)