καθηλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαθηλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καθηλώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθηλώνομαι | καθηλωνόμουν(α) | θα καθηλώνομαι | να καθηλώνομαι | ||
β' ενικ. | καθηλώνεσαι | καθηλωνόσουν(α) | θα καθηλώνεσαι | να καθηλώνεσαι | (καθηλώνου) | |
γ' ενικ. | καθηλώνεται | καθηλωνόταν(ε) | θα καθηλώνεται | να καθηλώνεται | ||
α' πληθ. | καθηλωνόμαστε | καθηλωνόμαστε καθηλωνόμασταν |
θα καθηλωνόμαστε | να καθηλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καθηλώνεστε | καθηλωνόσαστε καθηλωνόσασταν |
θα καθηλώνεστε | να καθηλώνεστε | (καθηλώνεστε) | |
γ' πληθ. | καθηλώνονται | καθηλώνονταν καθηλωνόντουσαν |
θα καθηλώνονται | να καθηλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθηλώθηκα | θα καθηλωθώ | να καθηλωθώ | καθηλωθεί | ||
β' ενικ. | καθηλώθηκες | θα καθηλωθείς | να καθηλωθείς | καθηλώσου | ||
γ' ενικ. | καθηλώθηκε | θα καθηλωθεί | να καθηλωθεί | |||
α' πληθ. | καθηλωθήκαμε | θα καθηλωθούμε | να καθηλωθούμε | |||
β' πληθ. | καθηλωθήκατε | θα καθηλωθείτε | να καθηλωθείτε | καθηλωθείτε | ||
γ' πληθ. | καθηλώθηκαν καθηλωθήκαν(ε) |
θα καθηλωθούν(ε) | να καθηλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καθηλωθεί | είχα καθηλωθεί | θα έχω καθηλωθεί | να έχω καθηλωθεί | καθηλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καθηλωθεί | είχες καθηλωθεί | θα έχεις καθηλωθεί | να έχεις καθηλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καθηλωθεί | είχε καθηλωθεί | θα έχει καθηλωθεί | να έχει καθηλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καθηλωθεί | είχαμε καθηλωθεί | θα έχουμε καθηλωθεί | να έχουμε καθηλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καθηλωθεί | είχατε καθηλωθεί | θα έχετε καθηλωθεί | να έχετε καθηλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καθηλωθεί | είχαν καθηλωθεί | θα έχουν καθηλωθεί | να έχουν καθηλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθηλώνομαι
|