ενεστώτας submit
γ΄ ενικό ενεστώτα submits
αόριστος submitted
παθητική μετοχή submitted
ενεργητική μετοχή submitting

submit (en)

  1. (μεταβατικό) καταθέτω, υποβάλλω αίτηση, έγγραφα
    ⮡  Submit the application filled out.
    Κατέθεσε την αίτηση συμπληρωμένη.
    ⮡  He submitted the papers for his nomination.
    Υπέβαλε τα χαρτιά του για διορισμό.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) υποτάσσομαι, αποδέχομαι παθητικά κάτι
    ⮡  We will never submit to force.
    Ποτέ δε θα υποταχτούμε στη βία.
    ⮡  Should a wife submit (herself) to her husband?
    Πρέπει να υποτάσσεται η γυναίκα στον άντρα της;