ενεστώτας submit
γ΄ ενικό ενεστώτα submits
αόριστος submitted
παθητική μετοχή submitted
ενεργητική μετοχή submitting

submit (en)

  1. υποτάσσω, υποτάσσομαι
  2. υποβάλλω (αίτηση, έγγραφα)