submit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | submit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | submits |
αόριστος | submitted |
παθητική μετοχή | submitted |
ενεργητική μετοχή | submitting |
Ρήμα
επεξεργασίαsubmit (en)
- (μεταβατικό) καταθέτω, υποβάλλω αίτηση, έγγραφα
- ⮡ Submit the application filled out.
- Κατέθεσε την αίτηση συμπληρωμένη.
- ⮡ He submitted the papers for his nomination.
- Υπέβαλε τα χαρτιά του για διορισμό.
- ⮡ Submit the application filled out.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) υποτάσσομαι, αποδέχομαι παθητικά κάτι
- ⮡ We will never submit to force.
- Ποτέ δε θα υποταχτούμε στη βία.
- ⮡ Should a wife submit (herself) to her husband?
- Πρέπει να υποτάσσεται η γυναίκα στον άντρα της;
- ⮡ We will never submit to force.