↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοεπηρεαζόμενος η αλληλοεπηρεαζόμενη το αλληλοεπηρεαζόμενο
      γενική του αλληλοεπηρεαζόμενου της αλληλοεπηρεαζόμενης του αλληλοεπηρεαζόμενου
    αιτιατική τον αλληλοεπηρεαζόμενο την αλληλοεπηρεαζόμενη το αλληλοεπηρεαζόμενο
     κλητική αλληλοεπηρεαζόμενε αλληλοεπηρεαζόμενη αλληλοεπηρεαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοεπηρεαζόμενοι οι αλληλοεπηρεαζόμενες τα αλληλοεπηρεαζόμενα
      γενική των αλληλοεπηρεαζόμενων των αλληλοεπηρεαζόμενων των αλληλοεπηρεαζόμενων
    αιτιατική τους αλληλοεπηρεαζόμενους τις αλληλοεπηρεαζόμενες τα αλληλοεπηρεαζόμενα
     κλητική αλληλοεπηρεαζόμενοι αλληλοεπηρεαζόμενες αλληλοεπηρεαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλληλοεπηρεαζόμενος < αλληλο- + επηρεαζόμενος

αλληλοεπηρεαζόμενος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία