αλληλοεπηρεαζόμενων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αλληλοεπηρεαζόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλληλοεπηρεαζόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλληλοεπηρεαζόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλληλοεπηρεαζόμενος