influencer
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
influencer | influencers |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
influencer (en)
- άτομο ή αντικείμενο που επηρεάζει την κοινή γνώμη
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
influencer (fr)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη influer