bring into effect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαbring into effect (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του put into effect
- ⮡ This law was never brought into effect.
- Ποτέ δεν ίσχυε αυτός ο νόμος.
- ⮡ This law was never brought into effect.