bring
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | bring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings |
αόριστος | brought |
παθητική μετοχή | brought |
ενεργητική μετοχή | bringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- bring < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική bryngen < αγγλοσαξονική bringan (φέρνω, οδηγώ, παράγω, κουβαλώ, παραθέτω, παρουσιάζω, προσφέρω) < πρωτογερμανική *bringaną (συγκρίνετε με τη δυτική φριζική bringe, κάτω σαξονική bringen, ολλανδική brengen, γερμανική bringen) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrenk- (συγκρίνετε με την ουαλική hebrwng (φέρνω, οδηγώ), τοχαρική Β pränk- (στερώ, αφαιρώ), λετονική brankti, λιθουανική branktas (σειραφόρια))
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
bring (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- bring < (ηχομιμητική λέξη)
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
bring (en)