Δείτε επίσης: bRing

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας bring
γ΄ ενικό ενεστώτα brings
αόριστος brought
παθητική μετοχή brought
ενεργητική μετοχή bringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

bring < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική bryngen < αγγλοσαξονική bringan (φέρνω, οδηγώ, παράγω, κουβαλώ, παραθέτω, παρουσιάζω, προσφέρω) < πρωτογερμανική *bringaną (συγκρίνετε με τη δυτική φριζική bringe, κάτω σαξονική bringen, ολλανδική brengen, γερμανική bringen) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrenk- (συγκρίνετε με την ουαλική hebrwng (φέρνω, οδηγώ), τοχαρική Β pränk- (στερώ, αφαιρώ), λετονική brankti, λιθουανική branktas (σειραφόρια))

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /brɪŋ/
 
 

  ΡήμαΕπεξεργασία

bring (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. (δίπτωτο) το να μεταφέρω κάτι σε κάποιον, φέρνω
    2. (μεταφορικά) το να παρέχω κάτι ή συνεισφέρω σε κάτι
    3. προξενώ, προκαλώ
       συνώνυμα: wreak
    4. εγείρω αγωγή

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

bring < (ηχομιμητική λέξη)

  ΕπιφώνημαΕπεξεργασία

bring (en)