Δείτε επίσης: bRing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική bryngen < αγγλοσαξονική bringan (φέρνω, οδηγώ, παράγω, κουβαλώ, παραθέτω, παρουσιάζω, προσφέρω) < πρωτογερμανική *bringaną (συγκρίνετε με τη δυτική φριζική bringe, κάτω σαξονική bringen, ολλανδική brengen, γερμανική bringen) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrenk- (συγκρίνετε με την ουαλική hebrwng (φέρνω, οδηγώ), τοχαρική Β pränk- (στερώ, αφαιρώ), λετονική brankti, λιθουανική branktas (σειραφόρια))

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /brɪŋ/
 
 
ενεστώτας bring
γ΄ ενικό ενεστώτα brings
αόριστος brought
παθητική μετοχή brought
ενεργητική μετοχή bringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

bring (en)

  1. (μεταβατικό, δίπτωτο) φέρνω, έρχομαι σε ένα μέρος με κάποιον ή κάτι
    ⮡  Did he bring much money with him?
    Έφερε πολλά χρήματα μαζί του;
    ⮡  She always brings an umbrella with her.
    Φέρνει πάντα ομπρέλα μαζί της.
    ⮡  I will bring them tomorrow.
    Θα το φέρω αύριο.
    ⮡  Chance has brought us together.
    Η τύχη μας έφερε σ' επαφή.
     συνώνυμα:  fetch, get, retrieve και take
  2. (μεταβατικό) φέρνω, μεταφέρω, ανεβάζω, δίνω ή παρέχω σε κάποιον ή κάτι κάτι
    ⮡  He asked them to bring him a glass of milk.
    Είπε να του φέρουν ένα ποτήρι γάλα.
    ⮡  Bring me a chair!
    Φέρε μου μια καρέκλα!
    ⮡  Bring it up there/here.
    Ανέβασέ το εκεί/εδώ πάνω.
  3. φέρνω, προξενώ, προκαλώ, ρίχνω, κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μέρος
    ⮡  It brought tears to my eyes.
    Μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
    ⮡  The news brought shivers down my back.
    Τα νέα μου 'φεραν ρίγος στην πλάτη.
    ⮡  The floods brought great damage.
    Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
    ⮡  Her absence brought great anxiety to her family.
    Η απουσία της έφερε/προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
    ⮡  Chance brought us together at a party.
    Η τύχη μας έριξε μαζί σε ένα πάρτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cause
  4. συγκεντρώνω, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή τρόπο
    ⮡  I’m bringing together all the necessary documents.
    Συγκεντρώνω όλα τα αναγκαία έγγραφα.
  5. (μεταβατικό) εγείρω αγωγή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
bring < (ηχομιμητική λέξη)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

bring (en)