ενεστώτας fetch
γ΄ ενικό ενεστώτα fetches
αόριστος fetched
παθητική μετοχή fetched
ενεργητική μετοχή fetching

fetch (en)

  • (ειδικά βρετανική σημασία) φέρνω, πιάνω, πηγαίνω εκεί που είναι κάποιος ή κάτι και τον φέρνω πίσω
    Fetch a doctor at once!
    Φέρε αμέσως ένα γιατρό!
    Fetch me a chair.
    Πιάσε μου μια καρέκλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bring

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • go fetch: άντε φέρε