ενεστώτας bring around to
γ΄ ενικό ενεστώτα brings around to
αόριστος brought around to
παθητική μετοχή brought around to
ενεργητική μετοχή bringing around to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring around to < → δείτε τις λέξεις bring, around και to

bring around to (en) (αμερικανικά αγγλικά)

  • φέρνω τη συζήτηση σε κάτι, κατευθύνω μια συζήτηση σε ένα συγκεκριμένο θέμα
    ⮡  She brought the conversation around to soccer.
    Έφερε τη συζήτηση στο ποδόσφαιρο.

Άλλες μορφές

επεξεργασία