bring about
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings about |
αόριστος | brought about |
παθητική μετοχή | brought about |
ενεργητική μετοχή | bringing about |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring about (en)
Πηγές
επεξεργασία- bring about - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 740. ISBN 9780194325684., λήμμα: προκαλώ