ενεστώτας bring around
γ΄ ενικό ενεστώτα brings around
αόριστος brought around
παθητική μετοχή brought around
ενεργητική μετοχή bringing around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring around < → δείτε τις λέξεις bring και around

bring around (en) (αμερικανικά αγγλικά)

  1. συνεφέρνω από λιποθυμία
    ⮡  She fainted but was soon brought around.
    Λιποθύμησε αλλά γρήγορα την συνεφέραμε.
  2. μεταπείθω, συντάσσω, πείθω κάποιον να συμφωνήσει σε κάτι
    ⮡  He was brought around to our point of view.
    Μεταπείστηκε με τις απόψεις μας.
    ⮡  In the end, she was brought around to their views.
    Τελικά συντάχθηκε με τις απόψεις τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince

Άλλες μορφές

επεξεργασία