bring around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings around |
αόριστος | brought around |
παθητική μετοχή | brought around |
ενεργητική μετοχή | bringing around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring around (en) (αμερικανικά αγγλικά)
- συνεφέρνω από λιποθυμία
- ↪ She fainted but was soon brought around.
- Λιποθύμησε αλλά γρήγορα την συνεφέραμε.
- ↪ She fainted but was soon brought around.
- μεταπείθω, συντάσσω, πείθω κάποιον να συμφωνήσει σε κάτι