bring round
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings round |
αόριστος | brought round |
παθητική μετοχή | brought round |
ενεργητική μετοχή | bringing round |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring round (en) (βρετανικά αγγλικά)