Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεφέρνω < αρχαία ελληνική συμφέρω[1] [2] < σύν + φέρω

συνεφέρνω

  1. βοηθώ κάποιον να ξαναβρεί τις αισθήσεις του ή να επανέλθει στην προτεραία (ακμαία) κατάστασή του
  2. (κατ’ επέκταση) συνετίζω, λογικεύω
  3. επιδιορθώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνεφέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συνεφέρνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)