συνεφέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνεφέρνω
- βοηθώ κάποιον να ξαναβρεί τις αισθήσεις του ή να επανέλθει στην προτεραία (ακμαία) κατάστασή του
- (κατ’ επέκταση) συνετίζω, λογικεύω
- επιδιορθώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συνεφέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συνεφέρνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)