λογικεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογικεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λογικεύομαι και λόγιος σχηματισμός ενεργητικού λογικεύω[1] < αρχαία ελληνική λογικός < λόγος < λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lo.ʝiˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γι‐κεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαλογικεύω, αόρ.: λογίκεψα, παθ.φωνή: λογικεύομαι, π.αόρ.: λογικεύτηκα, μτχ.π.π.: λογικευμένος/λογικεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- αλογίκευτα
- αλογίκευτος
- εκλογίκευση
- εκλογικεύω
- λογικευμένος / λογικεμένος
- → και δείτε τις λέξεις λογικός και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογικεύω | λογίκευα | θα λογικεύω | να λογικεύω | λογικεύοντας | |
β' ενικ. | λογικεύεις | λογίκευες | θα λογικεύεις | να λογικεύεις | λογίκευε | |
γ' ενικ. | λογικεύει | λογίκευε | θα λογικεύει | να λογικεύει | ||
α' πληθ. | λογικεύουμε | λογικεύαμε | θα λογικεύουμε | να λογικεύουμε | ||
β' πληθ. | λογικεύετε | λογικεύατε | θα λογικεύετε | να λογικεύετε | λογικεύετε | |
γ' πληθ. | λογικεύουν(ε) | λογίκευαν λογικεύαν(ε) |
θα λογικεύουν(ε) | να λογικεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογίκεψα | θα λογικέψω | να λογικέψω | λογικέψει | ||
β' ενικ. | λογίκεψες | θα λογικέψεις | να λογικέψεις | λογίκεψε | ||
γ' ενικ. | λογίκεψε | θα λογικέψει | να λογικέψει | |||
α' πληθ. | λογικέψαμε | θα λογικέψουμε | να λογικέψουμε | |||
β' πληθ. | λογικέψατε | θα λογικέψετε | να λογικέψετε | λογικέψτε | ||
γ' πληθ. | λογίκεψαν λογικέψαν(ε) |
θα λογικέψουν(ε) | να λογικέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λογικέψει | είχα λογικέψει | θα έχω λογικέψει | να έχω λογικέψει | ||
β' ενικ. | έχεις λογικέψει | είχες λογικέψει | θα έχεις λογικέψει | να έχεις λογικέψει | ||
γ' ενικ. | έχει λογικέψει | είχε λογικέψει | θα έχει λογικέψει | να έχει λογικέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε λογικέψει | είχαμε λογικέψει | θα έχουμε λογικέψει | να έχουμε λογικέψει | ||
β' πληθ. | έχετε λογικέψει | είχατε λογικέψει | θα έχετε λογικέψει | να έχετε λογικέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν λογικέψει | είχαν λογικέψει | θα έχουν λογικέψει | να έχουν λογικέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογικεύομαι | λογικευόμουν(α) | θα λογικεύομαι | να λογικεύομαι | ||
β' ενικ. | λογικεύεσαι | λογικευόσουν(α) | θα λογικεύεσαι | να λογικεύεσαι | ||
γ' ενικ. | λογικεύεται | λογικευόταν(ε) | θα λογικεύεται | να λογικεύεται | ||
α' πληθ. | λογικευόμαστε | λογικευόμαστε λογικευόμασταν |
θα λογικευόμαστε | να λογικευόμαστε | ||
β' πληθ. | λογικεύεστε | λογικευόσαστε λογικευόσασταν |
θα λογικεύεστε | να λογικεύεστε | (λογικεύεστε) | |
γ' πληθ. | λογικεύονται | λογικεύονταν λογικευόντουσαν |
θα λογικεύονται | να λογικεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογικεύτηκα | θα λογικευτώ | να λογικευτώ | λογικευτεί | ||
β' ενικ. | λογικεύτηκες | θα λογικευτείς | να λογικευτείς | λογικέψου | ||
γ' ενικ. | λογικεύτηκε | θα λογικευτεί | να λογικευτεί | |||
α' πληθ. | λογικευτήκαμε | θα λογικευτούμε | να λογικευτούμε | |||
β' πληθ. | λογικευτήκατε | θα λογικευτείτε | να λογικευτείτε | λογικευτείτε | ||
γ' πληθ. | λογικεύτηκαν λογικευτήκαν(ε) |
θα λογικευτούν(ε) | να λογικευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λογικευτεί | είχα λογικευτεί | θα έχω λογικευτεί | να έχω λογικευτεί | λογικευμένος | |
β' ενικ. | έχεις λογικευτεί | είχες λογικευτεί | θα έχεις λογικευτεί | να έχεις λογικευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει λογικευτεί | είχε λογικευτεί | θα έχει λογικευτεί | να έχει λογικευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λογικευτεί | είχαμε λογικευτεί | θα έχουμε λογικευτεί | να έχουμε λογικευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε λογικευτεί | είχατε λογικευτεί | θα έχετε λογικευτεί | να έχετε λογικευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λογικευτεί | είχαν λογικευτεί | θα έχουν λογικευτεί | να έχουν λογικευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λογικευμένος - είμαστε, είστε, είναι λογικευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λογικευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λογικευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λογικευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λογικευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λογικευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λογικευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογικεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λογικεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας