Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογικεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λογικεύομαι και λόγιος σχηματισμός ενεργητικού λογικεύω[1] < αρχαία ελληνική λογικός < λόγος < λέγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lo.ʝiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γι‐κεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

λογικεύω, αόρ.: λογίκεψα, παθ.φωνή: λογικεύομαι, π.αόρ.: λογικεύτηκα, μτχ.π.π.: λογικευμένος/λογικεμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία