↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλογίκευτος η αλογίκευτη το αλογίκευτο
      γενική του αλογίκευτου της αλογίκευτης του αλογίκευτου
    αιτιατική τον αλογίκευτο την αλογίκευτη το αλογίκευτο
     κλητική αλογίκευτε αλογίκευτη αλογίκευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλογίκευτοι οι αλογίκευτες τα αλογίκευτα
      γενική των αλογίκευτων των αλογίκευτων των αλογίκευτων
    αιτιατική τους αλογίκευτους τις αλογίκευτες τα αλογίκευτα
     κλητική αλογίκευτοι αλογίκευτες αλογίκευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλογίκευτος < α- + λογικεύω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αλογίκευτος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία