Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλογίκευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλογίκευτ
ος
η
αλογίκευτ
η
το
αλογίκευτ
ο
γενική
του
αλογίκευτ
ου
της
αλογίκευτ
ης
του
αλογίκευτ
ου
αιτιατική
τον
αλογίκευτ
ο
την
αλογίκευτ
η
το
αλογίκευτ
ο
κλητική
αλογίκευτ
ε
αλογίκευτ
η
αλογίκευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλογίκευτ
οι
οι
αλογίκευτ
ες
τα
αλογίκευτ
α
γενική
των
αλογίκευτ
ων
των
αλογίκευτ
ων
των
αλογίκευτ
ων
αιτιατική
τους
αλογίκευτ
ους
τις
αλογίκευτ
ες
τα
αλογίκευτ
α
κλητική
αλογίκευτ
οι
αλογίκευτ
ες
αλογίκευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλογίκευτος
<
α-
+
λογικεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αλογίκευτος, -η, -ο
που δεν έχει
λογικευτεί
ή δεν μπορεί να
λογικευτεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
λογικευμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογίκευτος