Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογικεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λογικεμέν
ος
η
λογικεμέν
η
το
λογικεμέν
ο
γενική
του
λογικεμέν
ου
της
λογικεμέν
ης
του
λογικεμέν
ου
αιτιατική
τον
λογικεμέν
ο
τη
λογικεμέν
η
το
λογικεμέν
ο
κλητική
λογικεμέν
ε
λογικεμέν
η
λογικεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λογικεμέν
οι
οι
λογικεμέν
ες
τα
λογικεμέν
α
γενική
των
λογικεμέν
ων
των
λογικεμέν
ων
των
λογικεμέν
ων
αιτιατική
τους
λογικεμέν
ους
τις
λογικεμέν
ες
τα
λογικεμέν
α
κλητική
λογικεμέν
οι
λογικεμέν
ες
λογικεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογικεμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
λογικεύω
Μετοχή
επεξεργασία
λογικεμένος
άλλη μορφή
του
λογικευμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αλογίκευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογικεμένος
→
δείτε
τη λέξη
λογικευμένος