Ετυμολογία

επεξεργασία

εκλογικεύω (παθητική φωνή: εκλογικεύομαι)

  1. δικαιολογώ με βάση τη λογική
    προσπάθησα να εκλογικεύσω τα όσα είπα
  2. επαναφέρω σε λογική τάξη
    πρέπει να εκλογικεύσουμε το σύστημα ταξινόμησης γιατί είναι χαοτικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία