προτεραία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προτεραία < αρχαία ελληνική προτεραία, αρσενικό του προτεραῖος < πρότερος
Ουσιαστικό επεξεργασία
προτεραία θηλυκό
- (λόγιο) η παραμονή κάποιας μέρας, η προηγούμενη ημέρα
- (ειδικότερα) (λόγιο) ό.π. με επιθετική χρήση
Μεταφράσεις επεξεργασία
προτεραία
|