bring back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings back |
αόριστος | brought back |
παθητική μετοχή | brought back |
ενεργητική μετοχή | bringing back |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring back (en)
- φέρνω πίσω, κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι ή να το ξανασκεφτεί
- ⮡ This song brought me back to my schooldays.
- Αυτό το τραγούδι μ' έφερε πίσω στα μαθηματικά μου χρόνια.
- ⮡ This song brought me back to my schooldays.
Πηγές
επεξεργασία- bring back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 933-934. ISBN 9780194325684., λήμμα: φέρνω