ενεστώτας bring back
γ΄ ενικό ενεστώτα brings back
αόριστος brought back
παθητική μετοχή brought back
ενεργητική μετοχή bringing back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring back < → δείτε τις λέξεις bring και back

bring back (en)

  • φέρνω πίσω, κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι ή να το ξανασκεφτεί
    ⮡  This song brought me back to my schooldays.
    Αυτό το τραγούδι μ' έφερε πίσω στα μαθηματικά μου χρόνια.