ενεστώτας bring on
γ΄ ενικό ενεστώτα brings on
αόριστος brought on
παθητική μετοχή brought on
ενεργητική μετοχή bringing on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring on < → δείτε τις λέξεις bring και on

bring on (en)

  • φέρνω, κάνω κάτι να εξελιχθεί, συνήθως κάτι δυσάρεστο
    ⮡  That brought on a bad cold.
    Αυτό του έφερε άσχημο κρυολόγημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cause