bring before
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring before |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings before |
αόριστος | brought before |
παθητική μετοχή | brought before |
ενεργητική μετοχή | bringing before |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring before (en)
- (επίσημο) εισάγω, φέρνω, παρουσιάζω κάποιον ή κάτι για συζήτηση ή κρίση
- ⮡ Your case will be brought before the Court of Appeals.
- Η υπόθεσή σου θα εισαχθεί στο Εφετείο.
- ⮡ She brought the bill before Parliament.
- Έφερε ένα νομοσχέδιο στη Βουλή.
- ⮡ Your case will be brought before the Court of Appeals.