ενεστώτας bring in
γ΄ ενικό ενεστώτα brings in
αόριστος brought in
παθητική μετοχή brought in
ενεργητική μετοχή bringing in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring in < → δείτε τις λέξεις bring και in

bring in (en)

  1. φέρνω, ζητώ από κάποιον να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά ή να ασχοληθεί με κάτι
    ⮡  We have to bring in the plumber.
    Πρέπει να φέρουμε τον υδραυλικό.
    ⮡  Go bring in a doctor immediately!
    Φέρε αμέσως ένα γιατρό!
  2. αποφέρω, φέρω, κερδίζω ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
    ⮡  His investments bring in 10%.
    Οι επενδύσεις του του αποφέρουν 10%.
    ⮡  The loan brings in 7% interest.
    Το δάνειο φέρνει 7% τόκο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη yield