δίπτωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίπτωτος | η | δίπτωτη | το | δίπτωτο |
γενική | του | δίπτωτου | της | δίπτωτης | του | δίπτωτου |
αιτιατική | τον | δίπτωτο | τη | δίπτωτη | το | δίπτωτο |
κλητική | δίπτωτε | δίπτωτη | δίπτωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίπτωτοι | οι | δίπτωτες | τα | δίπτωτα |
γενική | των | δίπτωτων | των | δίπτωτων | των | δίπτωτων |
αιτιατική | τους | δίπτωτους | τις | δίπτωτες | τα | δίπτωτα |
κλητική | δίπτωτοι | δίπτωτες | δίπτωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίπτωτος < ελληνιστική κοινή δίπτωτος < δι- + πτῶσις < πίπτω
Επίθετο
επεξεργασίαδίπτωτος, -η, -ο
- (γραμματική) για ρήμα που συμπληρώνεται με δύο αντικείμενα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίπτωτος
|