ενεστώτας bring down
γ΄ ενικό ενεστώτα brings down
αόριστος brought down
παθητική μετοχή brought down
ενεργητική μετοχή bringing down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring down < → δείτε τις λέξεις bring και down

bring down (en) (μεταβατικό)

  1. ρίχνω, κάνω κάποιον να χάσει την εξουσία ή νικώ κάποιον
    ⮡  They brought down the government.
    Έριξαν την κυβέρνηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη overthrow
  2. ρίχνω, μειώνω κάτι
    ⮡  The bad weather will bring down temperatures.
    Η κακοκαιρία θα ρίξει τις θερμοκρασίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
  3. προσγειώνω ένα αεροσκάφος
    ⮡  He brought the plane down in a field.
    Προσγείωσε το αεροπλάνο σ' ένα χωράφι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη land
  4. ρίχνω, κάνω ένα αεροσκάφος να πέσει από τον ουρανό
    ⮡  He brought down an enemy plane.
    Έριξε ένα εχθρικό αεροπλάνο.