Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας bring down
γ΄ ενικό ενεστώτα brings down
αόριστος brought down
παθητική μετοχή brought down
ενεργητική μετοχή bringing down

  Ετυμολογία επεξεργασία

bring down < → δείτε τις λέξεις bring και down

  Ρήμα επεξεργασία

bring down (en)

  1. ρίχνω, κάνω κάποιον να χάσει την εξουσία ή νικώ κάποιον
    They brought down the government.
    Έριξαν την κυβέρνηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη overthrow
  2. ρίχνω, κάνω ένα αεροσκάφος να πέσει από τον ουρανό
    He brought down an enemy plane.
    Έριξε ένα εχθρικό αεροπλάνο.

  Πηγές επεξεργασία