bring down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings down |
αόριστος | brought down |
παθητική μετοχή | brought down |
ενεργητική μετοχή | bringing down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring down (en) (μεταβατικό)
- ρίχνω, κάνω κάποιον να χάσει την εξουσία ή νικώ κάποιον
- ρίχνω, μειώνω κάτι
- προσγειώνω ένα αεροσκάφος
- ρίχνω, κάνω ένα αεροσκάφος να πέσει από τον ουρανό
- ⮡ He brought down an enemy plane.
- Έριξε ένα εχθρικό αεροπλάνο.
- ⮡ He brought down an enemy plane.
Πηγές
επεξεργασία- bring down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω