bring out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bring out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings out |
αόριστος | brought out |
παθητική μετοχή | brought out |
ενεργητική μετοχή | bringing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbring out (en)
- βγάζω κάτι προς τα έξω
- αναδεικνύω
- ↪ She put on the dress that brings out her legs
- Αυτή έβαλε το φόρεμα που αναδεικνύει τα πόδια της
- ↪ The herbs really bring out the full flavour of the lamb.
- ↪ She brings out the best in him.
- ↪ She put on the dress that brings out her legs
- (ΗΒ) παρουσιάζω ένα καινούριο προϊόν
- παρουσιάζω (ένα καινούριο βιβλίο ή έργο)
- ↪ When a Mauriac or a Sartre brings out a new play in Paris, it is discussed. (Eric Bentley, Thinking about the playwright: comments from four decades)
- (ΗΒ) κάνω κάποιον ντροπαλό να έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση
- ↪ His new job has noticeably brought him out.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ His new job has noticeably brought him out.
- (ΗΒ) εμφανίζω (προκαλώ) ένα ορατό σύμπτωμα, όπως σημάδια ή ένα ερύθημα
- ↪ Eating strawberries always brings me out in a rash.