ενεστώτας bring out
γ΄ ενικό ενεστώτα brings out
αόριστος brought out
παθητική μετοχή brought out
ενεργητική μετοχή bringing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bring out < → δείτε τις λέξεις bring και out

bring out (en)

  1. βγάζω κάτι προς τα έξω
  2. αναδεικνύω
    ⮡  She put on the dress that brings out her legs
    Αυτή έβαλε το φόρεμα που αναδεικνύει τα πόδια της
    ⮡  The herbs really bring out the full flavour of the lamb.
    ⮡  She brings out the best in him.
  3. (ΗΒ) παρουσιάζω ένα καινούριο προϊόν
    ⮡  Acme sweets have just brought out a tasty new chocolate bar.
     συνώνυμα: roll out, introduce
  4. παρουσιάζω (ένα καινούριο βιβλίο ή έργο)
    ⮡  When a Mauriac or a Sartre brings out a new play in Paris, it is discussed. (Eric Bentley, Thinking about the playwright: comments from four decades)
  5. (ΗΒ) κάνω κάποιον ντροπαλό να έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση
    ⮡  His new job has noticeably brought him out.
    λείπει η μετάφραση
  6. (ΗΒ) εμφανίζω (προκαλώ) ένα ορατό σύμπτωμα, όπως σημάδια ή ένα ερύθημα
    ⮡  Eating strawberries always brings me out in a rash.