Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας roll out
γ΄ ενικό ενεστώτα rolls out
αόριστος rolled out
παθητική μετοχή rolled out
ενεργητική μετοχή rolling out

  Ετυμολογία επεξεργασία

roll out < → δείτε τις λέξεις roll και out

  Ρήμα επεξεργασία

roll out (en)

  • απλώνω, κάνω κάτι επίπεδο πιέζοντάς το
    Roll out the rug for us to see.
    Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε.

  Πηγές επεξεργασία