ενεστώτας roll out
γ΄ ενικό ενεστώτα rolls out
αόριστος rolled out
παθητική μετοχή rolled out
ενεργητική μετοχή rolling out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
roll out < → δείτε τις λέξεις roll και out

roll out (en)

  • απλώνω, ανοίγω, κάνω κάτι επίπεδο πιέζοντάς το
    ⮡  Roll out the rug for us to see.
    Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε.
    ⮡  Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.