ενεστώτας introduce
γ΄ ενικό ενεστώτα introduces
αόριστος introduced
παθητική μετοχή introduced
ενεργητική μετοχή introducing

introduce (en)

  1. συστήνω, παρουσιάζω, γνωρίζω δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους αναφέροντας τα ονόματά τους
    ⮡  Let me introduce you to my wife.
    Να σε συστήσω στην γυναίκα μου.
    ⮡  Allow me to introduce myself.
    Επιτρέψτε μου να συστηθώ.
    ⮡  He introduced the speaker to the audience.
    Παρουσίασε τον ομιλητή στο ακροατήριο.
    ⮡  I don’t think that we’ve been introduced.
    Δεν νομίζω ότι γνωριζόμαστε.
  2. εισάγω, μυώ, κάνω κάποιον να γνωρίσει κάτι
    ⮡  He introduced us to the secrets of his art.
    Μας εισήγαγε στα μυστικά της τέχνης του.
    ⮡  He introduced me to the delights of music.
    Με μύησε τις χάρες της μουσικής./Μου γνώρισε τις χάρες της μουσικής.
  3. εισάγω, βάζω, φέρνω, κάνω κάτι διαθέσιμο για χρήση, συζήτηση κτλ. για πρώτη φορά
    ⮡  He introduced a bill to Parliament.
    Εισήγαγε ένα νομοσχέδιο στη Βουλή.
    ⮡  I introduce goods into new markets.
    Βάζω εμπορεύματα σε νέες αγορές.
    ⮡  It is common knowledges that the prime minister will introduce a new law in parliament.
    Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.



introduce (ro)

Συγγενικά

επεξεργασία