ενικός         πληθυντικός  
repercussion repercussions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

repercussion (en)

  • (συνήθως στον πληθυντικό) η επίπτωση, η επίδραση, ένα συνήθως κακό αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος
    ⮡  the repercussions of the crisis - οι επιπτώσεις της κρίσεως
    ⮡  That will have serious repercussions on the international scene.
    Αυτό θα έχει σοβαρή επίδραση στο διεθνή χώρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη effect