Ετυμολογία

επεξεργασία
in effect < → δείτε τις λέξεις in και effect

  Έκφραση

επεξεργασία

in effect (en) (ιδιωματισμός)

  1. από τα πράγματα, εκ των πραγμάτων, κατ' ουσίαν, στην πράξη, χρησιμοποιείται όταν δηλώνω ποια είναι τα γεγονότα μιας κατάστασης
    ⮡  We are, in effect, obliged to take tough measures.
    Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα/εκ των πραγμάτων να πάρουμε σκληρά μέτρα.
    ⮡  He is, in effect, our leader.
    Αυτός είναι κατ' ουσίαν ο αρχηγός μας.
    ⮡  The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
    Η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πράξη μείωση των εισοδημάτων.
  2. ισχύω, είμαι σε ισχύ, για νόμους
    ⮡  Is this law still in effect?
    Ισχύει ακόμα αυτός ο νόμος;