in effect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin effect (en) (ιδιωματισμός)
- από τα πράγματα, εκ των πραγμάτων, κατ' ουσίαν, στην πράξη, χρησιμοποιείται όταν δηλώνω ποια είναι τα γεγονότα μιας κατάστασης
- ⮡ We are, in effect, obliged to take tough measures.
- Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα/εκ των πραγμάτων να πάρουμε σκληρά μέτρα.
- ⮡ He is, in effect, our leader.
- Αυτός είναι κατ' ουσίαν ο αρχηγός μας.
- ⮡ The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
- Η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πράξη μείωση των εισοδημάτων.
- ⮡ We are, in effect, obliged to take tough measures.
- ισχύω, είμαι σε ισχύ, για νόμους
- ⮡ Is this law still in effect?
- Ισχύει ακόμα αυτός ο νόμος;
- ⮡ Is this law still in effect?