εκ των πραγμάτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκ των πραγμάτων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκ τῶν πραγμάτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκ τῶν πραγμάτων (από τα πράγματα)
Έκφραση επεξεργασία
εκ των πραγμάτων
- (λόγιο) όπως προκύπτει από τα πράγματα, τα γεγονότα, την πραγματικότητα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκ των πραγμάτων
|
Πηγές επεξεργασία
- πράγμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πράγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας