take effect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtake effect (en) (ιδιωματισμός)
- ενεργώ, αρχίζω να παράγω τα αποτελέσματα που επιδιώκω
- ⮡ This medicine doesn’t take effect quickly.
- Αυτό το φάρμακο δεν ενεργεί γρήγορα.
- ⮡ When the medicine takes effect…
- Όταν ενεργήσει το φάρμακο…
- ⮡ This medicine doesn’t take effect quickly.
- άλλη μορφή του come into effect
- ⮡ When the new law takes effect…
- Όταν αρχίσει να ισχύει ο νέος νόμος…
- ⮡ When the new law takes effect…