Ετυμολογία

επεξεργασία
take effect < → δείτε τις λέξεις take και effect

  Έκφραση

επεξεργασία

take effect (en) (ιδιωματισμός)

  1. ενεργώ, αρχίζω να παράγω τα αποτελέσματα που επιδιώκω
    ⮡  This medicine doesn’t take effect quickly.
    Αυτό το φάρμακο δεν ενεργεί γρήγορα.
    ⮡  When the medicine takes effect
    Όταν ενεργήσει το φάρμακο…
  2. άλλη μορφή του come into effect
    ⮡  When the new law takes effect
    Όταν αρχίσει να ισχύει ο νέος νόμος…