Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφφέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική effet

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈfe/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφφέ ουδέτερο άκλιτο

  • παρωχημένη γραφή του εφέ

  Μεταφράσεις επεξεργασία