déformation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déformation | déformations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
déformation (fr) θηλυκό
- η παραμόρφωση, η αλλοίωση, η διαστρέβλωση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη déformer
ενικός | πληθυντικός |
déformation | déformations |
déformation (fr) θηλυκό