gauchissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gauchissement | gauchissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgauchissement (fr) θηλυκό
- η παραμόρφωση, το σκέβρωμα, η στρέβλωση
ενικός | πληθυντικός |
gauchissement | gauchissements |
gauchissement (fr) θηλυκό